ηλιόφεγγο

ηλιόφεγγο
το солнечный свет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ηλιόφεγγο" в других словарях:

  • ηλιόφεγγο — και λιόφεγγο, το το φως τού ήλιου, το ηλιόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φεγγο (< φέγγος), πρβλ. αστραπό φεγγο, αχνό φεγγο] …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • λιόφεγγο — το βλ. ηλιόφεγγο …   Dictionary of Greek

  • ονείρεμα — το [ονειρεύομαι] 1. το να ονειρεύεται κάποιος 2. οπτασία, όραμα ονειροπόλημα («τής νυχτός ηλιόφεγγο κι ονείρεμα τής μέρας», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»